- σαρανταλείτουργο
- και σαρανταλείτρου(γ)ο, το, Νεκκλ. η μνημόνευση τών ονομάτων νεκρών από τον ιερέα σε 40 συνεχείς λειτουργίες για την ανάπαυση τής ψυχής τους και την άφεση τών αμαρτιών τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + λειτουργία].
Dictionary of Greek. 2013.